- κοιλοσώματον
- κοιλοσώματοςhollow-bodiedmasc/fem acc sgκοιλοσώματοςhollow-bodiedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιλοσώματος — κοιλοσώματος, ον (Α) αυτός που έχει κοίλο, κούφιο σώμα («κύτος κοιλοσώματον», Αντιφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + σώματος (< σῶμα, τος) πρβλ. λευκο σώματος, ολιγο σώματος] … Dictionary of Greek